παλαίστραν

παλαίστραν
παλαίστρᾱν , παλαίστρα
wrestling-school
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • Κερκύων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του Ήφαιστου και κακοποιός, που σκοτώθηκε από τον Θησέα. Καλούσε τους διαβάτες σε μία θέση που ο Παυσανίας ονόμαζε Παλαίστραν Κερκύωνος και βρισκόταν κοντά στην Ελευσίνα. Εκεί πάλευε μαζί τους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”